στάχυς

στάχυς
στάχῡς , στάχυς
ear of corn
masc acc pl
στάχῡς , στάχυς
ear of corn
masc nom/voc pl
στάχῡς , στάχυς
ear of corn
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στάχυς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου …   Dictionary of Greek

  • στάχυς ο φαρμακευτικός — Πολυετής πόα της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ελλάδα, σε δάση και λιβάδια της ορεινής και υποορεινής ζώνης. Είναι φαρμακευτικό φυτό, με αντιπυρετικές και αντισπαστικές ιδιότητες. Έχει βλαστούς τετραγωνικούς …   Dictionary of Greek

  • σταχύεσι — στάχυς ear of corn masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύεσιν — στάχυς ear of corn masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύεσσι — στάχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύεσσιν — στάχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύων — στάχυς ear of corn masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυας — στάχυς ear of corn masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυες — στάχυς ear of corn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυος — στάχυς ear of corn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”